Οι πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης που χαράσσονται με γνώμονα τη δημιουργία ευρύτερης αξίας (για τον πλανήτη, την κοινωνία, τους εργαζόμενους, τους πελάτες), αποφέρουν χρηματοοικονομικά οφέλη
Οι στόχοι της προστασίας του πλανήτη από την κλιματική αλλαγή είναι συμβατοί με τη δημιουργία χρηματοοικονομικής αξίας. Το 45% των ερωτηθέντων έχουν επιτύχει υψηλότερη από την αναμενόμενη χρηματοοικονομική αξία, ως αποτέλεσμα των δράσεών τους για την κλιματική αλλαγή. Μια ολιστική προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης που συνυπολογίζει τα χρηματοοικονομικά οφέλη, καθώς και τα οφέλη για τους εργαζόμενους και τους πελάτες, τείνει να προσθέτει περισσότερη αξία για τον πλανήτη.
Οι επιχειρήσεις που πρωτοπορούν πετυχαίνουν υψηλότερες αποδόσεις
Οι περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται ακόμη στα πρώτα στάδια της μετάβασης από τις δημόσιες δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες δράσεις, με τη μεγαλύτερη πρόοδο να καταγράφεται στα θέματα μετρήσεων των εκπομπών, καθώς και της διακυβέρνησης σχετικά με το κλίμα.
Οι εταιρείες που πρωτοπορούν στη δράση που αναλαμβάνουν σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, ακολουθούν μια ευρύτερη προσέγγιση. Είναι πιο πιθανό να έχουν πετύχει μεγαλύτερη μείωση των εκπομπών μέχρι σήμερα, αλλά και να αναφέρουν σημαντικά υψηλότερη δημιουργία χρηματοοικονομικής αξίας, σε σχέση με τις προσδοκίες τους.
Σύμφωνα με την πρόοδο σε δράσεις για την κλιματική αλλαγή, οι εταιρείες κατηγοριοποιούνται σε 3 ομάδες:
Η έρευνα κατέγραψε τις επιδόσεις των επιχειρήσεων του δείγματος ως προς τις δράσεις για την κλιματική αλλαγή και, με βάση τις επιδόσεις αυτές, κατέταξε τις επιχειρήσεις σε τρεις ομάδες.
Οι πρωτοπόροι έχουν ολοκληρώσει τις περισσότερες δράσεις για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, οι εξερευνητές βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο ολοκλήρωσης των δράσεων και αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα πληθυσμιακά, ενώ οι παρατηρητές θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα στο μέλλον.
Εάν εξετάσουμε, τις επιδόσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παγκόσμια έρευνα της EY, σε σχέση με εκείνες του ελληνικού δείγματος, η εικόνα φανερώνει ότι υπάρχουν αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Σε διεθνές επίπεδο, λοιπόν, οι πρωτοπόροι ηγούνται δυναμικά των προσπαθειών, αποτελώντας το 32%, σε σχέση με μόλις το 9% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, στη χώρα μας ακολουθούν με 52% (45% παγκοσμίως) οι εξερευνητές, με το 39% (23% στο παγκόσμιο δείγμα) να βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του παρατηρητή. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στους εξερευνητές και τους παρατηρητές στη χώρα μας, ώστε να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στις επιμέρους δράσεις που εξετάζει η έρευνα.