Η έρευνα αποκαλύπτει ότι η πανδημία έκανε δυσκολότερη την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας με ακέραιο τρόπο. Ενώ τα προγράμματα συμμόρφωσης έχουν αυξηθεί σε κλίμακα, οι επικεφαλής των επιχειρήσεων φαίνεται να έχουν γίνει πιο ανεκτικοί στις μη ηθικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα μεταξύ των ανώτερων στελεχών. Η έρευνα καταδεικνύει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός ερωτηθέντων θα ήταν πρόθυμοι να αγνοήσουν ανήθικες συμπεριφορές από προμηθευτές, διανομείς ή άλλα τρίτα μέρη, να παραποιήσουν οικονομικά στοιχεία, ή να παραπλανήσουν τις ελεγκτικές ή ρυθμιστικές αρχές.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα, 8% δήλωσαν ότι θα αγνοούσαν ανήθικες συμπεριφορές στην ομάδα τους, 6% θα προσέφεραν ή θα δέχονταν δωροδοκία και 5% θα έδιναν ψευδείς πληροφορίες στη διοίκηση. Παρόλα αυτά, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με ορισμένα να παρουσιάζονται κατά πολύ χαμηλότερα από αντίστοιχα που σημειώθηκαν σε ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Δανία (20% θα δέχονταν ή θα προσέφεραν δωροδοκία) και η Αυστρία (14% θα αγνοούσαν ανήθικες συμπεριφορές).
Η φετινή έρευνα δείχνει ότι τα πρότυπα ακεραιότητας της ηγεσίας έχουν διαβρωθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας, καθώς περισσότερα από 4 στα 10 (42%, έναντι 34% το 2020) μέλη διοικητικών συμβουλίων παγκοσμίως αναφέρουν ότι στους οργανισμούς τους γίνονται ανεκτές ανήθικες συμπεριφορές από ανώτερα στελέχη, ενώ ένας στους τρεις (34% από 25% το 2020) παραδέχεται ότι είναι εύκολο να παρακαμφθούν οι επιχειρηματικοί κανόνες στον οργανισμό τους.
Η έρευνα, EY Global Integrity Report 2022, δείχνει, επίσης, ότι έχει αυξηθεί η επίγνωση των κινδύνων, ειδικά σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με προμηθευτές και τρίτα μέρη. Σε σύγκριση με πριν από δύο χρόνια, το ποσοστό όσων θεωρούν σημαντικούς τους κινδύνους στον κυβερνοχώρο αυξήθηκε από 20% σε 27%, τους κινδύνους από λογιστικά σφάλματα/λανθασμένες δηλώσεις από 17% σε 25% και τις μη φανερές σχέσεις υψηλού κινδύνου από 17% σε 24%. Για την Ελλάδα, τα ποσοστά αυτά διαμορφώνονται στο 25%, 17% και 25%, αντίστοιχα.
Παρά την αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας της ακεραιότητας για τη φήμη του οργανισμού και τη διατήρηση των εργαζόμενων, η συχνότητα των φαινομένων σημαντικής απάτης δε φαίνεται να μειώνεται τα τελευταία 14 χρόνια.