Μεταξύ όσων εκτιμούν ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί, ως βασικές αιτίες αναδεικνύονται, κυρίως, η καθοδήγηση από τη διοίκηση ή την ηγεσία (73%, έναντι 61% παγκοσμίως) και, δευτερευόντως, οι αυστηρότεροι κανόνες και η πίεση από τις ρυθμιστικές αρχές και τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου (41%, έναντι 48% παγκοσμίως).
Αντίθετα, όσοι θεωρούν ότι τα πρότυπα έχουν επιδεινωθεί το αποδίδουν, κυρίως, σε πίεση από την ηγεσία, τις οικονομικές προκλήσεις, το δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον και εσωτερικούς περιορισμούς του προϋπολογισμού.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε κρίσιμες μετρήσεις
Αρκετοί δείκτες, παρότι βελτιωμένοι σε σχέση με το 2022, εξακολουθούν να υστερούν. Για παράδειγμα, αισθητά χαμηλότερα ποσοστά των ερωτηθέντων στην Ελλάδα σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο, αλλά και τη Δυτική Ευρώπη και τις ανεπτυγμένες οικονομίες, πιστεύουν ότι οι εργαζόμενοι, η διοίκηση ή τα τρίτα μέρη στον οργανισμό τους ενεργούν με ακεραιότητα στη δουλειά που κάνουν, ή συμμορφώνονται με τους σχετικούς νόμους, τους κώδικες δεοντολογίας και τους κανονισμούς του κλάδου.
Για παράδειγμα, τα ποσοστά των ερωτηθέντων στην Ελλάδα που πιστεύουν ότι, στον οργανισμό τους, ενεργούν με ακεραιότητα στη δουλειά που κάνουν οι εργαζόμενοι (84%), η διοίκηση (81%) ή τα τρίτα μέρη (79%) είναι αισθητά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του παγκόσμιου δείγματος (90%, 88% και 85% αντίστοιχα).
Αντίστοιχη είναι η εικόνα ως προς τα μέτρα που λαμβάνουν και τους μηχανισμούς που διαθέτουν οι οργανισμοί, για τον περιορισμό των φαινομένων διαφθοράς. Μειωμένα ποσοστά των συμμετεχόντων στην Ελλάδα αναφέρουν, για παράδειγμα, ότι ο οργανισμός τους πραγματοποιεί εσωτερικές έρευνες και διαδικασίες αποκατάστασης μετά από αναφορές παραβιάσεων (33%), εκπαίδευση σε θέματα ηθικής και ακεραιότητας (32%), ή εφαρμόζει μια πολιτική είτε για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, είτε για τα θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (ESG – 26%).
Παράλληλα, ενώ το 79% των συμμετεχόντων είναι σίγουροι ότι η ανώτερη διοίκηση του οργανισμού συμμορφώνεται με τους νόμους και τους κανονισμούς, το ποσοστό εμφανίζεται σημαντικά μειωμένο σε σχέση με την έρευνα του 2022. Αυτό, καταδεικνύει την ανάγκη για ενδυνάμωση των προγραμμάτων ακεραιότητας, ευαισθητοποίησης και εταιρικής διακυβέρνησης στην ελληνική αγορά, με κατάλληλες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες θα τηρούνται.
Ο ανθρώπινος παράγοντας η μεγαλύτερη πρόκληση για την ακεραιότητα
Παρά τη θετική εικόνα, η προθυμία για παραβίαση της ακεραιότητας από την πλευρά των εργαζόμενων φαίνεται να επιμένει και να ενισχύεται, με περισσότερους από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων στη χώρα μας (34%) να παραδέχονται ότι θα ήταν διατεθειμένοι να παρακάμψουν τους κανόνες για να βελτιώσουν τις αποδοχές ή την καριέρα τους – πάνω από μιάμιση φορά υψηλότερο ποσοστό από τα ευρήματα της έκθεσης του 2022.