Οι online αγορές έχουν παγιωθεί, πλέον, ως βασικό κανάλι αγορών για σημαντικό μερίδιο των καταναλωτών, διαπερνώντας όλες τις ηλικιακές ομάδες, καθώς το κοινό έχει εξοικειωθεί με τα διαδικτυακά εργαλεία και οι επιχειρήσεις έχουν ξεπεράσει τα αρχικά προβλήματα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η πανδημία. Οι καθυστερήσεις στην παράδοση προβληματίζουν, πλέον, μόλις έναν στους πέντε καταναλωτές, από έναν στους δύο το 2021, ενώ βασικό εμπόδιο σήμερα εμφανίζεται το υψηλό κόστος (43%) και, σε μικρότερο βαθμό η δυσκολία στην αλλαγή προϊόντων.
H αυξανόμενη διείσδυση των διαδικτυακών αγορών συνδέεται και με τη γενικότερη πρόθεση των καταναλωτών να τοποθετήσουν, μελλοντικά, το σπίτι τους στο επίκεντρο της καθημερινής τους ζωής, περνώντας περισσότερο χρόνο στο σπίτι (29%), μαγειρεύοντας περισσότερο στο σπίτι (39%) και διασκεδάζοντας περισσότερο εκεί (28%). Το σπίτι, συνεπώς, τείνει να μετατραπεί σε ένα hub, γύρω από το οποίο θα περιστρέφονται όλο και περισσότερες δραστηριότητες.
Ωστόσο, από τις επιμέρους ερωτήσεις για τις online αγορές προκύπτει ότι, ενώ σχεδόν οι μισοί καταναλωτές διάκεινται θετικά προς αυτές, μία σημαντική μειοψηφία (27%) παραμένει λιγότερο θετική. Η πρόκληση εδώ για τις επιχειρήσεις έγκειται στην ανάπτυξη πολυκαναλικών μοντέλων, ώστε να μπορούν οι καταναλωτές να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν τόσο τα φυσικά καταστήματα, όσο και οι διαδικτυακές αναζητήσεις και αγορές, συνδυαστικά, ιδιαίτερα από τον χώρο που επιλέγουν αυτοί να συνδιαλέγονται με τις μάρκες. Δεν πρέπει, ωστόσο, να υποτιμάται το γεγονός ότι το κόστος και η αναζήτηση ευκαιριών, αποτελούν, στη φάση αυτή, τη βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου, σε συνδυασμό, πάντα, με την ευκολία και την πλουσιότερη εμπειρία.
Μειωμένη πιστότητα στα brands και στροφή στην ιδιωτική ετικέτα, πλην των τροφίμων
Η οικονομική πίεση που δημιουργεί ο υψηλός πληθωρισμός και η ανάγκη αναζήτησης φθηνότερων εναλλακτικών λύσεων επιδρά αρνητικά στην πιστότητα των καταναλωτών προς τις μάρκες. Ένας στους δύο (53%) δηλώνει ότι οι μάρκες σήμερα αποτελούν λιγότερο σημαντικό κριτήριο σε όλες τις αγοραστικές αποφάσεις, ενώ μόλις ένας στους δέκα (11%) αναφέρει τη μάρκα του προϊόντος μεταξύ των σημαντικότερων αγοραστικών κριτηρίων σε τρία χρόνια από σήμερα. Μόνο 16% εμφανίζονται πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερο για μάρκες που εμπιστεύονται.
Ένας στους δύο καταναλωτές (51%) έχει αλλάξει τις μάρκες που αγοράζει, με τους περισσότερους από αυτούς (38%) να στρέφονται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ευθυγραμμίζοντας τις αγοραστικές τους συνήθειες με τη διεθνή πρακτική. Η προθυμία αγοράς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι ιδιαίτερα έντονη ως προς τα είδη φροντίδας σπιτιού και νοικοκυριού (55%) και κινείται στα ίδια επίπεδα με το παγκόσμιο δείγμα, με εξαίρεση το φρέσκο (35%) και συσκευασμένο (30%) φαγητό, όπου οι Έλληνες εμφανίζονται πιο απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τα επώνυμα προϊόντα.