Καθώς η ελληνική οικονομία περνά σε μια φάση ανάκαμψης και μετασχηματισμού, ο ρόλος των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) καθίσταται πιο σημαντικός από ποτέ άλλοτε. Όχι μόνο επειδή καλούνται να καλύψουν το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε τις τελευταίες δυο δεκαετίες, αλλά, κυρίως, επειδή μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην προσαρμογή της χώρας στις σαρωτικές αλλαγές που διαπερνούν σήμερα την παγκόσμια οικονομία.
Η Ελλάδα πρέπει να παρακολουθήσει και να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στις ισχυρές τάσεις της ψηφιοποίησης, της αναστροφής της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της απαίτησης για δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας για όλους. Με αυτά τα δεδομένα, τα συμπεράσματα της πρόσφατης μεγάλης έρευνας της ΕΥ, Attractiveness Survey Ελλάδα 2021, είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και ενθαρρυντικά.
Τα κύρια, ποσοτικά ευρήματα της έρευνας είναι, από μόνα τους, θετικά: μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας που δημιούργησε η πανδημία, οι ΑΞΕ στην Ελλάδα, αυξήθηκαν κατά 77% το 2020, σε μια χρονιά που πανευρωπαϊκά μειώθηκαν κατά 13%, ενώ η χώρα μας βρίσκεται μέσα στους 10 ελκυστικότερους επενδυτικούς προορισμούς της Ευρώπης, αμέσως μετά τις ισχυρότερες οικονομίες της ηπείρου. Υψηλά ποσοστά των επιχειρήσεων του δείγματος εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας βελτιώθηκε τον τελευταίο χρόνο (62%), αναμένουν περαιτέρω βελτίωσή της στην επόμενη τριετία (75%) και κρίνουν ότι η Ελλάδα σήμερα εφαρμόζει μια πολιτική ελκυστικότητας που προσελκύει παγκόσμιους επενδυτές (71%). Η βελτίωση, δηλαδή, του κλίματος, αποδεικνύεται ότι δεν είναι συγκυριακή, αλλά προϊόν συγκεκριμένων επιλογών και πολιτικών που εφαρμόζει η χώρα. Ως αποτέλεσμα, μία στις τρεις επιχειρήσεις του δείγματος δηλώνει ότι σχεδιάζει να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, κατά τον επόμενο χρόνο.
Ωστόσο, εξίσου ενθαρρυντικοί, κατά την άποψή μας, κρίνονται επιμέρους δείκτες που αναδεικνύουν μια ποιοτική μεταβολή στις αντιλήψεις και τις προθέσεις των επενδυτών σχετικά με τη χώρα μας, επιβεβαιώνοντας ότι οι ΑΞΕ μπορούν να παίξουν, στην κρίσιμη αυτή συγκυρία, έναν μετασχηματιστικό ρόλο για την οικονομία. Ενδεικτικά, μία στις πέντε επενδύσεις το 2020 στην Ελλάδα (18%), κατευθύνθηκε στην έρευνα και ανάπτυξη, έναντι 5% την τελευταία εικοσαετία και 10% στην Ευρώπη. Ένας στους τέσσερις επενδυτές (26%) εκτιμά ότι η ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια θα βασιστεί στην ψηφιακή οικονομία. Ακόμη, η Ελλάδα αξιολογείται θετικά ως προς τις πολιτικές της για την προσέλκυση ανθρώπινου ταλέντου και καινοτόμων δραστηριοτήτων, δυο κρίσιμα κριτήρια αν θέλουμε να φέρουμε επενδύσεις έντασης γνώσης με ισχυρό στοιχείο καινοτομίας.
Ως προς τους παράγοντες που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστική ως επενδυτικό προορισμό, αμέσως μετά την ποιότητα ζωής (78%), αναφέρονται οι υποδομές μεταφορών και logistics (76%), οι ψηφιακές υποδομές (73%) και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (70%), ενώ θετικά αξιολογούνται, επίσης, οι πολιτικές της χώρας για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή. Τη στιγμή που η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα εκτιμά ότι η μελλοντική ανάπτυξη της Ευρώπης θα βασιστεί κυρίως στην ψηφιακή οικονομία (51%) και την καθαρή τεχνολογία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (36%), η θετική αξιολόγηση της χώρας ως προς αυτά τα κριτήρια, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Τα θετικά, όμως, αυτά ευρήματα, δεν επιτρέπουν σε καμία περίπτωση εφησυχασμό. Αντίθετα, σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για την προσέλκυση επενδύσεων εντείνεται, και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες κινούνται δυναμικά προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι σαφές ότι οφείλουμε να εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειές μας, ιδιαίτερα σε αυτούς τους κρίσιμους τομείς που προαναφέρθηκαν.
Σύμφωνα με την έρευνα, βασικές προτεραιότητες για να βελτιώσει η χώρα την ανταγωνιστική της θέση, αποτελούν η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (38%) και η υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας σε τομείς, όπως η καθαρή τεχνολογία, η υγεία, τα logistics, τα έξυπνα δίκτυα, κ.λπ. (33%).
Η έρευνά μας καταλήγει σε 10 άξονες προτάσεων για την περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πολιτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή, τη μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού κόστους, τις δράσεις τόνωσης της οικονομίας μετά την υγειονομική κρίση, το αναδυόμενο νέο μοντέλο εργασίας, την εστίαση στη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, τη διαχείριση κρίσεων και την υγεία, την ενίσχυση των επενδύσεων στην περιφέρεια και την ανάγκη εστίασης της οικονομικής διπλωματίας σε συγκεκριμένους κρίσιμους τομείς.