6 λεπτά 17 Ιουλ 2024
group of bees

Εξακολουθεί να ενισχύεται η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού

Από Γιώργος Παπαδημητρίου

Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος. EY Markets και Accounts Leader για την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA)

Περήφανος που δουλεύει με ξεχωριστούς ανθρώπους. Υποστηρικτής της ανθρωποκεντρικής στρατηγικής. Ενθουσιασμένος με τη δυνατότητα της τεχνολογίας να επιλύει επιχειρησιακές προκλήσεις. Πατέρας δύο γιών.

6 λεπτά 17 Ιουλ 2024

Εξακολουθεί να ενισχύεται η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού παρά την κάμψη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Η έρευνα της ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα, που βρίσκεται ήδη στην έκτη έκδοσή της, αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση της ελκυστικότητας της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού, αλλά και μέτρο της προόδου που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια.

Οι greenfield επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία τριετία, σύμφωνα με την μεθοδολογία που ακολουθούμε, αντιπροσωπεύουν το 33% των επενδύσεων που κατέγραψε η έρευνα από το 2000 έως σήμερα, ενώ η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η πρόθεση για επενδύσεις κατά τον επόμενο χρόνο μεταξύ των ερωτώμενων αυξήθηκε από 30% το 2019 σε 51% σήμερα. Η πρόοδος αυτή δεν ήρθε από μόνη της: Ένα εντυπωσιακό 79% από 50% πριν έξι χρόνια, χαρακτηρίζει την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας στην προσέλκυση διεθνών επενδυτών ως αποτελεσματική. 

Η ίδια έρευνα, ωστόσο, αναδεικνύει και μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Μετά από μια βαθιά οικονομική κρίση και δεκαετίες στρεβλής και εσωστρεφούς ανάπτυξης, στη μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων η Ελλάδα ξεκινά από ένα χαμηλό σημείο εκκίνησης. Και καλείται να ανταγωνιστεί ισχυρές και καθιερωμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και μία σειρά από περιφερειακές οικονομίες, που διαθέτουν και αυτές συγκριτικά πλεονεκτήματα και αντίστοιχη ανάγκη και διάθεση να στηρίξουν την ανάπτυξή τους σε ξένες επενδύσεις.

Η έρευνά μας αναδεικνύει, επίσης, ορισμένες πάγιες αδυναμίες της χώρας, όπως οι αργοί ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης και τομείς όπου, παρά τα αναμφισβήτητα βήματα προόδου, εξακολουθούν να χρειάζονται βαθιές τομές, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα και η σύνδεσή του με την αγορά εργασίας, ή η μεγέθυνση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι προϋπόθεση για τον δραστικό μετασχηματισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας μας. Για να κατακτήσει η χώρα τη θέση που της αναλογεί στον επενδυτικό χάρτη, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων των τελευταίων ετών πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω. Και αυτό απαιτεί μία ουσιαστική κινητοποίηση όλων των πολιτικών δυνάμεων, του κρατικού μηχανισμού, αλλά και του ιδιωτικού τομέα.

Ισχυρότερη επίδοση της χώρας στις ΑΞΕ για δεύτερη συνεχή χρονιά

Σε μια χρονιά που οι επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 4%, με τη σωρευτική μείωση από το 2017 να φθάνει το 14%, η Ελλάδα προσέλκυσε μεγαλύτερο αριθμό επενδύσεων. Το EY European Investment Monitor κατέγραψε 50 επενδυτικά έργα για το 2023, που αποτελεί την ισχυρότερη επίδοση της χώρας από τη χρονιά που δημιουργήθηκε η βάση δεδομένων, το 2000, και την κατατάσσει στη 19η θέση μεταξύ των 45 χωρών της έρευνας.

Αθροιστικά, οι επενδύσεις των τελευταίων δύο και τριών ετών αντιπροσωπεύουν, αντίστοιχα, το 25% και το 33% των επενδύσεων που έχει καταγράψει η έρευνα από την έναρξή της το 2000, ενώ οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2019, που ξεκίνησε η διεξαγωγή της έρευνας για την Ελλάδα, μέχρι σήμερα αντιπροσωπεύουν το 49% του συνόλου.   

Συνεχίζεται, επίσης, η βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με σημαντικό ποσοστό να κατευθύνεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, και τομείς κρίσιμους για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, όπως το λογισμικό και οι υπηρεσίες πληροφορικής (στην πρώτη θέση, αλλά με μειωμένο ποσοστό αναφορών 24%, από 40% πέρσι), οι επαγγελματικές υπηρεσίες και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (16%) και οι μεταφορές και τα logistics (16%). 

Σε ιστορικό υψηλό η διάθεση για επενδύσεις

Ένας στους δύο ερωτώμενους (51%) δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις τους σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση της χώρας στον κρίσιμο αυτόν δείκτη, ο οποίος την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας για την Ελλάδα, το 2019, βρισκόταν στο 30%. Μεταξύ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων (έσοδα > €1,5 δισ.) το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο (65%), ενώ μεταξύ των εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων φτάνει το 70%.

Τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων αυτών καλύπτουν, κυρίως, τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (66%), τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ (55%), και την έρευνα και ανάπτυξη (51%). Ως βασικός λόγος για τη δημιουργία νέων ή την επέκταση υφιστάμενων δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις αυτές αναδεικνύεται η πρόσβαση σε δεξιότητες (41%).

Ως βασικοί κίνδυνοι για την ελκυστικότητα της χώρας τα επόμενα τρία χρόνια αναδεικνύονται τα υψηλά επιτόκια και οι περιοριστικές χρηματοοικονομικές συνθήκες (44%), το ύψος του δημόσιου χρέους και οι επιπτώσεις του στη φορολογία (34%), και ο υψηλός πληθωρισμός (32%).

Εξακολουθεί να βελτιώνεται η άποψη των επενδυτών για την Ελλάδα και εντείνεται η αισιοδοξία για τις προοπτικές την επόμενη τριετία

Το 62% των ερωτώμενων, από 60% πέρσι και 47% το 2019, δήλωσαν ότι έχει βελτιωθεί στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου η άποψή τους για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της. 

Ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό (69%, από 67% πέρσι) εκτιμά ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία. Η αισιοδοξία αυτή συνδέεται, κυρίως, με την ποιότητα των υποδομών (42%), τη στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας (35%) και την ύπαρξη μίας ισχυρής ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη (34%). Αντίθετα, το 13% των ερωτώμενων που αναμένουν επιδείνωση της ελκυστικότητας το αποδίδουν στην αβεβαιότητα για το πολιτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον (48%), την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού με δεξιότητες (45%), και τη συρρίκνωση της αγοράς (39%).

Σύμφωνα με το

69%

των ερωτηθέντων, η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περισσότερο την επόμενη τριετία (67% το 2023).

Αποτελεσματική η πολιτική ελκυστικότητας της χώρας με διαχρονική βελτίωση σε επιμέρους πτυχές

Είναι σημαντικό, ότι η βελτίωση της εικόνας της χώρας ως δυνητικού επενδυτικού προορισμού συνδέεται, κατά την άποψη των ερωτώμενων, με την άσκηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής για την προσέλκυση διεθνών επενδυτών. 

Συνολικά,

79%

των ερωτηθέντων, χαρακτηρίζουν την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας ως αποτελεσματική.

Ως προς τις επιμέρους πτυχές της πολιτικής της χώρας για την ενίσχυση της ελκυστικότητάς της, οι καλύτερες επιδόσεις καταγράφονται στην προσέλκυση επιχειρήσεων (72%), καινοτόμων δραστηριοτήτων (71%) και ανθρώπινου ταλέντου (68%). Χαμηλότερα κατατάσσονται η προσέλκυση κεφαλαίου (63%) και κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (58%), και η δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (53%). Σημειώνεται ότι, τρεις από τους δείκτες αυτούς έχουν υποχωρήσει ελαφρώς σε σχέση με πέρσι, ωστόσο όλοι είναι σημαντικά βελτιωμένοι σε σύγκριση με την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το 2019, όταν κανείς δεν ξεπερνούσε το 50%.

Καλές οι επιδόσεις της χώρας σε κρίσιμους επιμέρους τομείς, με εξαίρεση τη φορολογία

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα με βάση μία σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ηλεκτρική ενέργεια, την τεχνολογία, το ανθρώπινο δυναμικό και τη φορολογία.

Για τις τέσσερις από τις πέντε αυτές θεματικές ενότητες, η γενική εικόνα που προκύπτει για τη χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική, με περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους να αξιολογούν ως «καλές» ή «πολύ καλές» τις επιδόσεις σε όλες τις επιμέρους πτυχές κάθε ενότητας, και τον μέσο όρο των θετικών απαντήσεων να διαμορφώνεται μεταξύ 61% και 63%. Εξαίρεση αποτελεί η ενότητα της φορολογίας, όπου ο μέσος όρος των θετικών απαντήσεων διαμορφώνεται στο 53%.

Ανάγκη για ταχύτερο βηματισμό

Σε ένα αντίξοο περιβάλλον για την Ευρώπη, η Ελλάδα κατόρθωσε να βελτιώσει τις επιδόσεις της, τόσο ως προς τον αριθμό των επενδύσεων που προσέλκυσε, όσο και ως προς την εικόνα της στην επενδυτική κοινότητα. Συγχρόνως, όμως, η έρευνα αναδεικνύει και σημεία υστέρησης έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, πολλές από τις οποίες κινούνται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, την ώρα που, στη μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων, η Ελλάδα ξεκινά από ένα χαμηλότερο σημείο εκκίνησης.

Για παράδειγμα, η πρόθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα, παρότι διαμορφώθηκε φέτος στο υψηλότερο επίπεδο από το 2019, εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τις περισσότερες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες διεξήχθη η έρευνα. Αντίστοιχα, ενώ πέρσι το ποσοστό των ερωτώμενων που ανέμεναν βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας την επόμενη τριετία, ήταν το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών, φέτος υστερεί σε σχέση με τη Γαλλία, την Πορτογαλία και το σύνολο της Ευρώπης.

Συνεπώς, για να καλύψει η Ελλάδα το επενδυτικό κενό των προηγούμενων δεκαετιών, και να καταστεί ένα κορυφαίος επενδυτικός προορισμός, θα πρέπει να επιταχύνει τον βηματισμό της και να προχωρήσει με ταχύτερο ρυθμό τις παρεμβάσεις σε κρίσιμους τομείς που επηρεάζουν καθοριστικά τις επενδυτικές αποφάσεις.  

Για τέταρτη χρονιά, ανθρώπινες δεξιότητες, φορολογία, υψηλή τεχνολογία και καινοτομία, βασικές προτεραιότητες για την Ελλάδα

Ως προς τους τομείς όπου πρέπει να επικεντρωθεί η χώρα για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι εξακολουθούν να προκρίνουν τρεις βασικές προτεραιότητες: τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανθρώπινο κεφάλαιο (28%), τη μείωση της φορολογίας (27%) και την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες, κ.ά. (24%). Οι τρεις αυτές παράμετροι βρίσκονται σταθερά στην κορυφή της κατάταξης των προτεραιοτήτων τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

  • Οι προτάσεις της EY

    Με βάση τα ευρήματα της έρευνας και την εμπειρία της από τις καθημερινές επαφές με την επενδυτική κοινότητα, η ΕΥ Ελλάδος καταθέτει τις προτάσεις της για την περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας, οι οποίες κινούνται σε εννέα βασικούς άξονες:

    1. Ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού
    2. Αξιοποίηση και ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης
    3. Ενίσχυση του τομέα της έρευνας και ανάπτυξης
    4. Ενεργειακή μετάβαση και εξασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας
    5. Ελκυστικότητα του φορολογικού συστήματος
    6. Επιτάχυνση του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης
    7. Ενίσχυση των υποδομών για την αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργεί το reshoring
    8. Μεγέθυνση των ΜμΕ και ο σημαντικός ρόλος των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων
    9. Μετασχηματισμός της εγχώριας βιομηχανίας και προσέλκυση βιομηχανικών επενδύσεων

     

Επιπλέον υλικό

  • Κατεβάστε την πλήρη έκδοση της έρευνας, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2024

Περίληψη

Η έρευνα αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη πρόοδο της Ελλάδας ως προς τον αριθμό των επενδυτικών έργων που προσελκύει, αλλά και τις αντιλήψεις της επενδυτικής κοινότητας για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον όπου ισχυρές αλλά και αναδυόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες καταβάλουν εξίσου εντατικές προσπάθειες για την προσέλκυση επενδύσεων, η χώρα πρέπει να επιταχύνει τον βηματισμό της για να καταστεί κορυφαίος επενδυτικός προορισμός. 

Σχετικά με αυτό το άρθρο

Από Γιώργος Παπαδημητρίου

Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος. EY Markets και Accounts Leader για την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA)

Περήφανος που δουλεύει με ξεχωριστούς ανθρώπους. Υποστηρικτής της ανθρωποκεντρικής στρατηγικής. Ενθουσιασμένος με τη δυνατότητα της τεχνολογίας να επιλύει επιχειρησιακές προκλήσεις. Πατέρας δύο γιών.

  • Facebook
  • LinkedIn
  • X (formerly Twitter)