Εξακολουθεί να ενισχύεται η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού παρά την κάμψη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η έρευνα της ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα, που βρίσκεται ήδη στην έκτη έκδοσή της, αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για την παρακολούθηση της ελκυστικότητας της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού, αλλά και μέτρο της προόδου που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια.
Οι greenfield επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία τριετία, σύμφωνα με την μεθοδολογία που ακολουθούμε, αντιπροσωπεύουν το 33% των επενδύσεων που κατέγραψε η έρευνα από το 2000 έως σήμερα, ενώ η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η πρόθεση για επενδύσεις κατά τον επόμενο χρόνο μεταξύ των ερωτώμενων αυξήθηκε από 30% το 2019 σε 51% σήμερα. Η πρόοδος αυτή δεν ήρθε από μόνη της: Ένα εντυπωσιακό 79% από 50% πριν έξι χρόνια, χαρακτηρίζει την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας στην προσέλκυση διεθνών επενδυτών ως αποτελεσματική.
Η ίδια έρευνα, ωστόσο, αναδεικνύει και μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Μετά από μια βαθιά οικονομική κρίση και δεκαετίες στρεβλής και εσωστρεφούς ανάπτυξης, στη μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων η Ελλάδα ξεκινά από ένα χαμηλό σημείο εκκίνησης. Και καλείται να ανταγωνιστεί ισχυρές και καθιερωμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και μία σειρά από περιφερειακές οικονομίες, που διαθέτουν και αυτές συγκριτικά πλεονεκτήματα και αντίστοιχη ανάγκη και διάθεση να στηρίξουν την ανάπτυξή τους σε ξένες επενδύσεις.
Η έρευνά μας αναδεικνύει, επίσης, ορισμένες πάγιες αδυναμίες της χώρας, όπως οι αργοί ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης και τομείς όπου, παρά τα αναμφισβήτητα βήματα προόδου, εξακολουθούν να χρειάζονται βαθιές τομές, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα και η σύνδεσή του με την αγορά εργασίας, ή η μεγέθυνση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι προϋπόθεση για τον δραστικό μετασχηματισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας μας. Για να κατακτήσει η χώρα τη θέση που της αναλογεί στον επενδυτικό χάρτη, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων των τελευταίων ετών πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω. Και αυτό απαιτεί μία ουσιαστική κινητοποίηση όλων των πολιτικών δυνάμεων, του κρατικού μηχανισμού, αλλά και του ιδιωτικού τομέα.
Ισχυρότερη επίδοση της χώρας στις ΑΞΕ για δεύτερη συνεχή χρονιά
Σε μια χρονιά που οι επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 4%, με τη σωρευτική μείωση από το 2017 να φθάνει το 14%, η Ελλάδα προσέλκυσε μεγαλύτερο αριθμό επενδύσεων. Το EY European Investment Monitor κατέγραψε 50 επενδυτικά έργα για το 2023, που αποτελεί την ισχυρότερη επίδοση της χώρας από τη χρονιά που δημιουργήθηκε η βάση δεδομένων, το 2000, και την κατατάσσει στη 19η θέση μεταξύ των 45 χωρών της έρευνας.
Αθροιστικά, οι επενδύσεις των τελευταίων δύο και τριών ετών αντιπροσωπεύουν, αντίστοιχα, το 25% και το 33% των επενδύσεων που έχει καταγράψει η έρευνα από την έναρξή της το 2000, ενώ οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2019, που ξεκίνησε η διεξαγωγή της έρευνας για την Ελλάδα, μέχρι σήμερα αντιπροσωπεύουν το 49% του συνόλου.
Συνεχίζεται, επίσης, η βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με σημαντικό ποσοστό να κατευθύνεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας, και τομείς κρίσιμους για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, όπως το λογισμικό και οι υπηρεσίες πληροφορικής (στην πρώτη θέση, αλλά με μειωμένο ποσοστό αναφορών 24%, από 40% πέρσι), οι επαγγελματικές υπηρεσίες και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (16%) και οι μεταφορές και τα logistics (16%).
Σε ιστορικό υψηλό η διάθεση για επενδύσεις
Ένας στους δύο ερωτώμενους (51%) δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις τους σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση της χώρας στον κρίσιμο αυτόν δείκτη, ο οποίος την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας για την Ελλάδα, το 2019, βρισκόταν στο 30%. Μεταξύ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων (έσοδα > €1,5 δισ.) το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο (65%), ενώ μεταξύ των εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων φτάνει το 70%.